- σπληνάριον
- σπλην-άριον, τό,=A
σπληνίον 1
, Dsc.2.63, Eup.1.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπληνίον 1
, Dsc.2.63, Eup.1.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπληνάριον — τὸ, Α σπληνίο, επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, ηνός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
σπληναρίῳ — σπληνάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπληνάρια — σπληνάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)